- ὀδοντοφυίας
- ὀδοντοφυίᾱς , ὀδοντοφυίαteethingfem acc plὀδοντοφυίᾱς , ὀδοντοφυίαteethingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… … Dictionary of Greek
οδοντιώ — ὀδοντιῶ, άω (ΑΜ) υποφέρω από πόνους τής οδοντοφυΐας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λαρυγγ ιώ)] … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
νωδά — Τάξη θηλαστικών χωρίς ή με ατελή οδοντοφυΐα (νωδός= αυτός που δεν έχει δόντια). Τα ζώα αυτά, ποικίλου σχήματος και διάστασης, είναι χαρακτηριστικά της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής (μόνο ένα είδος ζει στη Βόρεια Αμερική). Τα ν. είναι όλα… … Dictionary of Greek
ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… … Dictionary of Greek